- τριχοπλάστης
- τριχο-πλάστης, ὁ, Haarbildner, -künstler, Haarschmücker
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
τριχοπλάστης — ὁ, Μ αυτός που περιποιείται την κόμη, τα μαλλιά, ο κομμωτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρίξ, τριχός + πλάστης (< πλάσσω)] … Dictionary of Greek
πλάστης — ο, θηλ. πλάστρα / πλάστης, θηλ. πλάστις, ιδος, ΝΜΑ [πλάσσω] 1. αυτός που πλάθει, κατασκευάζει κάτι, αυτός που με το πλάσιμο δίνει μορφή σε κάτι 2. (ιδίως) τεχνίτης ειδικός στην κατασκευή πήλινων ή κέρινων ομοιωμάτων 3. ο θεός ως δημιουργός τού… … Dictionary of Greek